ενθουσιώ

ενθουσιώ
(α) αμετ.
1) воодушевляться, вдохновляться; 2) быть воодушевлённым, вдохновлённым

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ενθουσιώ" в других словарях:

  • ενθουσιώ — ἐνθουσιῶ, άω (Α) ενθουσιάζω, κατέχομαι από ενθουσιασμό («ἀνεπήδησεν ἐπὶ τὸν ἵππον ὥσπερ ἐνθουσιῶν», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ενθουσιάζω. Ο τ. ενθουσιάω ( ώ) κατά τα ρήματα σε ιάω τα δηλωτικά πάθους ή ασθένειας] …   Dictionary of Greek

  • ἐνθουσιῶ — ἐνθουσιάω to be inspired pres imperat mp 2nd sg ἐνθουσιάω to be inspired pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ἐνθουσιάω to be inspired pres ind act 1st sg (attic epic ionic) ἐνθουσιάω to be inspired imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενθουσιάζω — (AM ἐνθουσιάζω, Α και ἐνθουσιῶ, άω) νεοελλ. 1. διεγείρω, μεταδίδω ενθουσιασμό («με τα λόγια του ενθουσίαζε τα πλήθη») 2. προκαλώ σε κάποιον ιδιαίτερη χαρά («δεν μέ ενθουσιάζει η ιδέα σου») 3. (μτχ. παθ. παρακμ.) ενθουσιασμένος αυτός που βρίσκεται …   Dictionary of Greek

  • ενθουσιότης — ἐνθουσιότης, η (Μ) [ενθουσιώ] ενθουσιασμός, ενθουσίαση …   Dictionary of Greek

  • επενθουσιώ — ἐπενθουσιῶ, άω (Α) ενθουσιάζομαι για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ενθουσιώ (παράλληλος τ. τού ενθουσιάζω*)] …   Dictionary of Greek

  • συνενθουσιώ — άω, Α 1. συνενθουσιάζω* 2. καταλαμβάνομαι από θαυμασμό για κάτι («ὁμοψύχως Μαξίμῳ τὰ περὶ θειασμὸν συνενθουσιῶν», Ευνάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐνθουσιῶ, άλλος τ. του ἐνθουσιάζω] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»